-
1 επίπεδος
-
2 επιπεδος
-
3 плоский
плоск||ийприл1. ἐπίπεδος, ὁμαλός, ἰσιος:\плоскийая поверхность ἡ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια·2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:\плоскийая тарелка τό ρηχό πιάτο·3. (пошлый) κρύος, σαχλός. -
4 επίπεδος
[эпнпэдос] επ плоский, ровный. -
5 плоский
επ., βρ: -сок, -ска, -ско; площе..1. ομαλός, ίσος, ευθύς, επίπεδος,.ισόπεδος•-ая поверхность ομαλή επιφάνεια•
-ая горная возвышенность οροπέδιο, πλάτωμα.
2. πεπλατυσμένος, πλακουτσός, επίπλατης. || αβαθής, ρηχός, ανοιχτός•-ая тарелка αβαθές πιάτο.
3. άχαρος, ανούσιος, άνοστος• κρύος, ανάλατος, σαχλός•-ая шутка ανάλατο αστείο.
εκφρ.- ая стопа – πλατυποδία. -
6 затвор
1. (запор, засов) η αμπάρα 2. (гид-ротехнический) о υδροφράκτης, ο υδατο-φράκτης 3. (фотографический) το κλείστρο (του διαφράγματος (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (огнестрельного оружия) το κλείστρο 5. (полевого транзистора) η πύληизолированный - απομονωμένη - (трубопровода) το επιστόμιο, η βάναгидравлический - см. водяной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > затвор
-
7 конденсатор
(хим., эл.) о συμπυκνωτ/ής(тепл.) о συμπυκνωτής, το ψυγείο της ατμομηχανής- служит для накопления электрической энергии - χρησιμοποιείται για συσσώρευση της ηλεκτρικής ενέργειαςмасляный - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конденсатор
-
8 ремень
1. тех. ο ιμάντας 2. (полоса кожи) η ζών/η, ο ιμάςпривязной ав. - πρόσδεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ремень